dinette$21422$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dinette$21422$ - translation to ελληνικό

ROOM FOR CONSUMING FOOD
Dining rooms; Formal dining room; Dining Room; Dinette; Breakfast bar table; Diningroom

dinette      
n. μικρό δωμάτιο φαγητού
dining room         
  • Historical example of a domestic dining room in Germany.
  • Dining Room in the [[Łańcut Castle]], Poland
  • Helen, GA]]
  • Paris, TX]]
  • A Japanese example: the dining room of the [[Fujiya Hotel]] in [[Hakone]]
  • Example of a modern-day dining room from the United States.
τραπεζαρία

Ορισμός

dinette
[d??'n?t]
¦ noun
1. a small room or part of a room used for eating meals.
2. N. Amer. a set of table and chairs for such an area.
Origin
1930s: formed irregularly from dine + -ette.

Βικιπαίδεια

Dining room

A dining room is a room for consuming food. In modern times it is usually adjacent to the kitchen for convenience in serving, although in medieval times it was often on an entirely different floor level. Historically the dining room is furnished with a rather large dining table and several dining chairs; the most common shape is generally rectangular with two armed end chairs and an even number of un-armed side chairs along the long sides.